Τι πρέπει να ξέρω για την ιατρική κάνναβη & τον πόνο

2020-04-21

Τα Κανναβινοειδή (Cannabinoids), όπως τα tetrahydrocannabinol (THC) και cannabidiol (CBD) είναι ενεργές χημικές ουσίες, ανευρίσκονται στην κάνναβη και τη μαριχουάνα, ΜΟΝΟ όμως η tetrahydrocannabinol έχει «μεθυστικές» δράσεις.

Τα Κανναβινοειδή έχουν λάβει έγκριση από τον FDA για διάφορες θεραπευτικές δράσεις όπως παιδιατρικές επιληψίες, ναυτία από χημειοθεραπεία ή σε σοβαρές καταστάσεις όπως σε HIV, υπάρχουν όμως ισχυρές πλέον ενδείξεις ότι η χορήγηση τους είναι χρήσιμη και σε καταστάσεις όπως ο χρόνιος πόνος, η σπαστικότητα σε έδαφος σκλήρυνσης κατά πλάκας, το μετατραυματικό άγχος κα

Όπως κάθε φαρμακευτική παρέμβαση, έτσι και η κατηγορία αυτή χαρακτηρίζεται και από ενδεχόμενες ανεπιθύμητες δράσεις. Σε βραχυχρόνιο επίπεδο αυτές είναι διαταραχές μάθησης, μνήμης, προσοχής και κρίσης, ενώ μακροχρόνια, αυξημένος είναι ο πιθανός κίνδυνος για ψυχιατρικά νοσήματα, εθισμό και προβλήματα στην εγκυμοσύνη. Έχουν επίσης αναφερθεί δράσεις όπως ζάλη, ναυτία, καταστολή, σύγχυση, αποπροσανατολισμός κα

Η επιστημονική σύσταση είναι ότι, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η χρήση ιατρικής κάνναβης ΔΕΝ θα πρέπει να αποτελεί ούτε πρώτης ούτε δεύτερης γραμμής θεραπευτική επιλογή για ΚΑΘΕ ιατρική κατάσταση. Για ασθενείς όμως, που για το ιατρικό τους πρόβλημα έχουν δοκιμάσει κάποιες θεραπευτικές επιλογές χωρίς αποτέλεσμα, η ιατρική κάνναβη θα μπορούσε να αποτελέσει μια επιλογή, μετά από συζήτηση με τον ιατρό τους και ζυγίζοντας πάντα το όφελος με τις ενδεχόμενες παρενέργειες

Medical Cannabis, Kevin P. Hill, JAMA. 2020;323(6):580. February 11, 2020




παρόμοια είναι και η σύσταση από τη Βρετανία :

a weak recommendation to offer a trial of non-inhaled medical cannabis or cannabinoids, in addition to standard care and management (if not sufficient), for people living with chronic cancer or non-cancer pain.

Busse J W, Vankrunkelsven P, Zeng L, Heen A F, Merglen A, Campbell F et al. Medical cannabis or cannabinoids for chronic pain: a clinical practice guideline BMJ 2021; 374 :n2040 doi:10.1136/bmj.n2040